- ασύχναστος
- η , ο [ος , ον ] редко посещаемый (о театре, кафе); отдалённый (о квартире)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασύχναστος — η, ο (για τόπους) αυτός στον οποίο δεν συχνάζουν άνθρωποι, απόκεντρος, ερημικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συχνάζω. Η λ. μαρτυρείται στον Ιάκ. Ρίζο Νερουλό (1778 1850)] … Dictionary of Greek
ασύχναστος — η, ο εκείνος (τόπος, κατάστημα κτλ.) τον οποίο δεν επισκέπτονται συχνά άνθρωποι: Το μέρος που διάλεξες, για να μεταφέρεις το μαγαζί σου, είναι ασύχναστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάμερος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται κάπως μακριά, απόμερος, παράμερος 2. απόκεντρος, απόκοσμος, ασύχναστος, ερημικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανά + μέρος. ΠΑΡ. ανάμερα] … Dictionary of Greek
ερημικός — ή, ό (AM ἐρημικός, ή, όν) [έρημος] 1. αυτός που ανήκει, που αναφέρεται στην ερημιά, απάτητος, έρημος, απόκεντρος, ασύχναστος 2. αυτός που ζει στην ερημιά, εκεί που δεν συχνάζει άνθρωπος, αυτός που βρίσκεται στην έρημο, μονήρης, μοναχικός,… … Dictionary of Greek